- Σφῆττος
- Σφῆττοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σφηττός — in masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σφηττός — Ένας από τους δώδεκα δήμους της αρχαίας Αττικής, που ίδρυσε ο Κέκροπας. Το όνομα του δήμου οφείλεται στο Σφηττό, γιο του Τροιζήνα. Αυτός είχε μετοικήσει μαζί με τον αδελφό του, Ανάφλυστο, που ίδρυσε επίσης τον ομώνυμο δήμο. Ο δήμος ανήκε στην… … Dictionary of Greek
СФЕТТ — • Σφηττός, древнее, недалеко от берега лежащее местечко на юге Аттики, по которому сфетская дорога шла из Афин в Суний, с храмом Асклепия, приблизительно на месте н. Кератии. Paus. 2, 30, 9 … Реальный словарь классических древностей
Σφηττοί — Σφηττός in masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σφηττοῦ — Σφηττός in masc gen sg Σφηττώ fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σφηττώ — Σφηττός in masc nom/voc/acc dual Σφηττώ fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σφήττου — Σφῆττος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… … Реальный словарь классических древностей
σφήττιος — ία, ον, Α [Σφηττός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σφηττό, δήμο τής Ακαμαντίδος φυλής στην Αττική 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ὁ Σφήττιος, ἡ Σφηττία αυτός που κατάγεται από τον Σφηττό 3. παροιμ. φρ. «ὄξος σφήττιον» λεγόταν για… … Dictionary of Greek
σφηττοί — Α επίρρ. στον Σφηττό. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σφηττός + επιρρμ. κατάλ. οῖ (πρβλ. Μεγαρ οῖ)] … Dictionary of Greek